«Εσύ όμορφη και μορφωμένη, πως μένεις στο χωριό» ?
Αυτή ήταν η ερώτηση όλο απορία από μια γυναίκα εχθές, αλλά και των περισσότερων συγχωριανών μου, που με βλέπουν πλέον να κυκλοφορώ ανάμεσά τους, ως μόνιμη κάτοικο εδώ, σε ένα χωριό βγαλμένο από την Ελλάδα μιας άλλης εποχής…
Γύρισα στο ξύλινό μου σπίτι και σκεφτόμουν όλο το βράδυ, «γιατί τόση απορία στα λόγια αλλά και στις σκέψεις των ανθρώπων εδώ?
Αναγνώριζα πως η ίδια απορία, είναι αυτή που πλημμυρίζει και τους ανθρώπους του οικογενειακού και κοινωνικού μου περιβάλλοντος όταν πήρα την απόφαση να μετοικήσω στην επαρχία, ζώντας μέσα στην αγαπημένη μου φύση.
Η εμπιστοσύνη σε μια εσωτερική καθοδήγηση είναι για άλλη μια φορά στη ζωή μου, αυτή που μου έδινε τη δύναμη και στη πορεία και τις απαντήσεις σε αυτή μου την κίνηση, απορριπτέα ως επί το πλείστον από το περιβάλλον μου. Για άλλη μια φορά η εσωτερική μου φωνή, ψιθύριζε : «άκουσε αυτό που σε οδηγεί βαθιά μέσα σου, μη ζητάς τη γνώμη των άλλων, των ανθρώπων που ζουν και σκέφτονται διαφορετικά από εσένα, καθώς κάθε ένας κρίνει με το δικό του τρόπο, μέσα από τις δικές του τις εμπειρίες και τους προγραμματισμούς».
Η ερώτηση, «εσύ όμορφη και μορφωμένη, πως μένεις στο χωριό?», γεννούσε στο μυαλό μου το συνειρμό πως στο χωριό είναι φυσιολογικό να ζουν άνθρωποι, άσχημοι και αμόρφωτοι και αφύσικο, όμορφοι και μορφωμένοι. Η ερώτηση έφερε την απάντηση στο μυαλό μου, μέσα από την εικόνα ενός όμορφου λουλουδιού που ζωγραφίστηκε στην σκέψη μου. «Πού είναι πιο ευτυχισμένο ένα λουλούδι? Στη γη που το γέννησε, που το τρέφει και που το κάνει να ανθίζει, η στο βάζο ενός σαλονιού όπου εισπράττει ίσως το φευγαλέο θαυμασμό κάποιων ?
Ax αυτός ο θαυμασμός αναλογιζόμουν….
Αυτή η ανάγκη της επιβεβαίωσης της αξίας μας, από την ύπαρξη, τη ματιά και τη γνώμη των άλλων, πόσες ζωές έχει κρατήσει δέσμιες στον ιστό της ? Πόση χαρά και ευτυχία μέσα μας εγκλωβίζονται και εμποδίζονται να εκφραστούν? Πόσο ο νους και το «εγώ» των ανθρώπων ψάχνει να τραφεί από την εκτίμηση των άλλων? Πόση ελευθερία και ευτυχία θα νιώθαμε μέσα μας, αν η πηγή τους ήταν η αυτοεκτίμηση και η συνειδητή ζωή?
Το κυνήγι της ευτυχίας μέσα από τα χρήματα και το κέρδος, την κοινωνική αναγνώριση και την επαγγελματική επιτυχία, αποδείχθηκε «άνθρακας ο θησαυρός».
Η απόδειξη έρχεται διαπιστώνοντας πόσο άνθρωποι που ακολουθούν αυτό το μοντέλο ζωής, δεν βιώνουν την ευτυχία που περιμένουν, αλλά αντίθετα σε μεγάλο ποσοστό κυριεύονται από ένα μόνιμο άγχος. Παρατηρώ την αγωνία που συνεχίζει να ποτίζει όχι μόνο αυτούς που προσπαθούν για την επίτευξη αυτού του μοντέλου ζωής, αλλά και αυτούς που προσπαθούν για την διατήρησή του, όντας απόλυτα εξαρτημένοι από αυτό.
Οι σχέσεις στις πόλεις έχουν γίνει απρόσωπες και επιφανειακές. Πως θα γινόταν το αντίθετο όταν οι άνθρωποι δεν έχουν το χρόνο ούτε για να αναπνεύσουν οι ίδιοι. Πώς να δώσουν στον άλλο από το χρόνο τους, αυτό το χρόνο που δεν έχουν ούτε για τον εαυτό τους. Πώς να δώσουν κάτι που λείπει και στους ίδιους. Πώς να συνειδητοποιήσουν τι τους συμβαίνει όταν δεν προλαβαίνουν να αφουγκραστούν αυτό που συμβαίνει μέσα τους και στη ζωή τους.
Και το χειρότερο, είναι πως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αναρωτιούνται μέσα τους, «μα τι συμβαίνει εδώ, γιατί νιώθω ένα μόνιμο στρες» ? Φευγαλέες σκέψεις που μπορεί να αποδοθούν σε μια υπερκόπωση, κάνοντας κάποιους να χαμηλώσουν προσωρινά τους ξέφρενους τόνους της ζωής τους, για να μπουν αργότερα πιο δυναμικά στο κυνήγι για την ικανοποίηση τους. Ακολουθώντας μια συμπεριφορά που σπάνια οδηγεί στην εύρεση της λύσης μέσα από μια αναθεώρηση της ίδιας τους της ζωής.
Έχουμε γίνει άνθρωποι-μηχανές που ο αυτοσκοπός είναι το κέρδος και η αναγνώριση των άλλων για να πάρουμε αξία και δύναμη, παραμένοντας τυφλοί στα μηνύματα που μας δίνει το ίδιο μας το σώμα : έλλειψη ικανοποίησης, ασθένειες, δυσαρμονικές σχέσεις, απουσία χαράς, είναι το σύμπτωμα του άγχους που εκπέμπει το σώμα μας. Και εμείς κωφεύουμε σε αυτά, γιατί στα αυτιά μας ηχούν μόνο λέξεις : επιτυχία, χρήματα, αναγνώριση,…, λέξεις τόσο φτωχές για αυτά που ζητάει η ψυχή.
Συνεχίζουμε να ζούμε σε ξέφρενους ρυθμούς, καθώς υπάρχει βαθιά μέσα μας η πεποίθηση πως όσο πιο πολύ «τρέχει» κάποιος, τόσο περισσότερα χρήματα κερδίζει, όσο περισσότερα χρήματα κερδίζει, τόσο περισσότερο κύρος αποκτά, όσο περισσότερο κύρος αποκτά τόσο περισσότερο αξίζει και όσο περισσότερο αξίζει τόσο περισσότερο αναγνωρίζεται από τους άλλους. Σε αντίθεση, οι ήρεμοι ρυθμοί της ζωής στη φύση ερμηνεύονται ως ραθυμία και ως κοινωνική οπισθοδρόμηση.
«Ποιος θα είμαι αν σταματήσω να τρέχω» ? «Ποιά θα είναι η αξία μου, αν δεν με αναγνωρίζουν οι άλλοι»? «Ποιος θα είμαι, αν δεν είμαι σαν τους άλλους»?
Αυτές είναι μερικές μόνο από τις ερωτήσεις, οι απαντήσεις των οποίων κοιμούνται μέσα μας. Εν τούτοις ο κάθε ένας από εμάς έχει την επιλογή να τις ξυπνήσει, ανοίγοντας στη ζωή του την πόρτα που αφήνει το φως της πραγματικής ευτυχίας να πλημμυρίσει την ύπαρξή του.
Αν αναλογιστούμε τις ψευδαισθήσεις μέσα στις οποίες χτίζουμε τη ζωή μας, αν μπορέσουμε με θέληση και θάρρος να σπάσουμε τα δεσμά των ψεύτικων αναγκών που μας έχει δημιουργήσει η υποτιθέμενη πρόοδος της βιομηχανικής επανάστασης, του κέρδους και της απληστίας, θα συνειδητοποιήσουμε το μάτριξ μέσα στο οποίο ζούμε. Όταν αντιληφθούμε πως αυτό που μας ονομάζουν εξέλιξη, μας συγκέντρωσε στις πόλεις, φέρνοντας και την ψευδαίσθηση μιας υποτιθέμενης καλύτερης ζωής. Οι άνθρωποι ήρθαμε να ζούμε στιβαγμένοι σε τσιμεντένια κλουβιά, απομακρυσμένοι από την αρχέγονη φύση μας, ψάχνοντας σε μάταια και ψεύτικα ερεθίσματα, την εύρεση χαράς, ευτυχίας και νοήματος στη ζωή. Με αποτέλεσμα να έχουν κοπεί οι δεσμοί μας με τη γη, να έχει χαθεί από την ζωή μας η ευλογία της ηρεμίας, της γαλήνης, της ευτυχίας και της χαράς που δίνει η επαφή με το γη και τον ουρανό, με τα φυτά και τα ζώα, με τον ήλιο και την σελήνη, με την βροχή και τον άνεμο, με τη δύναμη της ενέργειας που δίνει ζωή, που τρέφει και δημιουργεί. Από πού να πάρουμε τη δύναμη αυτή, εμείς οι άνθρωποι, αν όχι από την εσωτερική και βαθιά επαφή με τον εαυτό μας και την επιστροφή στη φύση και το χωριό?