Σε μια έρημη πόλη, σε μια πόλη στη ροή μας ζωής πιο ανθρώπινης, πιο ήρεμης, πιο όμορφης, περιπλανιέμαι μόνη. Όμως νιώθω ενωμένη με τα πάντα γύρω, με τις σκέψεις, τα συναισθήματα, γνωστών και αγνώστων.
Περπατώ, διασταυρώνομαι με ανθρώπους που ο κάθε ένας με τον τρόπο του, ζει τις στιγμές που περνάμε, θέλοντας να ξορκίσει το κακό, τον πόνο που έχει απλωθεί σε όλο τον κόσμο.
Υπάρχουν φορές που με πιάνουν τα γέλια με αυτά που βλέπω. Η δύναμη της ίδιας της ζωής που πάλλεται μέσα στον καθένα, η δύναμη της θέλησης να ξεπερνάει ο άνθρωπος τα πάντα, βρίσκει τρόπους έκφρασης, άλλοτε διασκεδαστικούς, άλλοτε μοναχικούς, άλλοτε συντροφικούς, άλλοτε εφευρετικούς…
Όλοι όμως, είναι τρόποι πολύτιμοι.
Τρόποι ακουμπισμένοι ως δώρα-προσφορά στο βωμό του χρόνου. Του τόσο ξεχασμένου μέχρι πρότινος, στους ξέφρενους ρυθμούς της ζωής των πόλεων και όχι μόνο. Των ανθρώπων που η μόνη απασχόληση ήταν η δουλειά (γιατί για δουλεία επρόκειτο), για να παράγουν περισσότερο, για να κερδίζουν περισσότερο, για να καταναλώνουν περισσότερο, σίγουρα, όμως, όχι για να ζουν περισσότερο αλλά ούτε και να απολαμβάνουν περισσότερο.
Φιγούρες αγχωμένες, παραμορφωμένες, καρικατούρες των προσδοκιών και των ψευδαισθήσεών τους, σκλάβοι της υλικής τους παντοδυναμίας να τρέχουν σαν χαμστεράκια πάνω στη ρόδα της απληστίας τους.
Και ήρθε τώρα μια ανώτερη παρέμβαση, να τους θυμίσει την αλαζονεία και την έπαρσή τους. Να τους γκρεμοτσακίσει από το βάθρο της ασέβειας προς την ίδια τη ζωή, προς τους άλλους ανθρώπους, προς τη φύση, τα ζώα, τη μητέρα Γη, αλλά πρωτίστως προς τον ίδιο τους τον εαυτό.
Και τώρα που τα υποτιθέμενα σημαντικά γίνονται ασήμαντα, ο κόσμος ξαναθυμάται. Ξαναθυμάται τον πλούτο του χρόνου, του χρόνου για τον εαυτό, του χρόνου για τους άλλους του χρόνου για την ίδια τη ζωή.
Του χρόνου να αφουγκραστεί την επιστροφή της ζωής που παρουσιάζεται πλέον με το αληθινό της πρόσωπο, χαμογελαστή, απλή γλυκιά, αέρινη, βαθύπλουτη, πλουτοδότειρα, να του λέει :
«Κοίτα πόσο πλούτο έχει η ζωή, κοίτα πόση ομορφιά απλώνεται γύρω σου, άκου το τιτίβισμα των πουλιών, νιώσε το χάδι του ήλιου, δες το λαμπύρισμα της θάλασσας, απόλαυσε το χαμόγελο του ήλιου, είσαι ζωντανός και αυτό είναι η μεγαλύτερη ευλογία. Ζήσε με ένα τρόπο διαφορετικό, που εξυψώνει το πνεύμα και την ψυχή σου, αυτόν της ουσίας και όχι της περί-ουσίας. Χόρεψε το χορό της ζωής με όλη σου τη δύναμη, αρκεί να είσαι εδώ, παρών, στο τώρα με γενναιότητα και λογική. Το φόβο μπορείς να τον νικήσεις μόνο με αυτές. Μην προσκολλάσαι στο παρελθόν, αυτό πέρασε, αλλά ούτε και στο υποθετικό μέλλον και στις εικασίες του. Καθάρισε τον εαυτό σου από τα περιττά, από τα ανούσια, από τα άχρηστα των πλασματικών αναγκών του ανικανοποίητου εγωιστικού εαυτού σου. Τώρα έχεις τη χρυσή ευκαιρία να αντιληφθείς τη νέα σου ύπαρξη, τη νέα σου ζωή, αναλαμβάνοντας την ευθύνη του εαυτού και της ζωής σου».
«Όσο, εγώ, η Ζωή θεραπεύομαι, όσο η μητέρα Γη θεραπεύεται, εσύ έχεις την επιλογή της ευτυχίας ή της δυστυχίας σου. Η επιλογή είναι δική σου, μέσα από την ερμηνεία που δίνεις σε κάθε τι γύρω σου, μέσα από τις σκέψεις που τρέφεις το νου σου, μέσα από τα συναισθήματα που ποτίζεις την καρδιά σου. Έχεις την επιλογή να παραμείνεις στο σκοτάδι ή να βγεις στο φως της αληθινής ζωής».
Συνεχίζω να περπατώ με παρέα μου τη «Ζωή» να μου μιλάει, να μου μεταδίδει τη σοφία της, την αλήθεια της, την αγάπη της. Συνειδητοποιώ πως όταν αγαπάς τη ζωή, ή ίδια η ζωή κάνει τα θαυμάσια, θαυμαστά, θαύματά της. Συνειδητοποιώ πόσο πιστεύω στην ομορφιά της ανώτερης φύσης του ανθρώπου. Στην εσωτερική αντίσταση του ανθρώπου που παρόλο τον πόνο, τις κακουχίες, τις ταλαιπωρίες, τις απώλειες, καταφέρνει με την εσωτερική του ορμή, να κατανοεί τον εαυτό και τη ζωή του, να απελευθερώνεται από τις πλάνες του και να μετουσιώνει την ίδια του την ύπαρξη.
Αυτόν θαυμάζω. Τον όμορφο άνθρωπο που μπορεί, να μην μπορεί να αλλάξει μόνος του τον κόσμο, όμως που μπορεί να υπάρχει και να προσφέρει, με τον τρόπο του, για έναν καλύτερο κόσμο. Τον άνθρωπο που αναδύει στο πέρασμά του το άρωμα της νέας ζωής.